- σποραδικώς
- σποραδικῶς ΝΜΑβλ. σποραδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σποραδικῶς — σποραδικός scattered adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραδικός — ή, ό / σποραδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σποράς, άδος] 1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.) 2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε… … Dictionary of Greek